- προστραχηλιζω
- προστραχηλίζωπροσ-τρᾰχηλίζωхватать (противника) за шею Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προστραχηλίζω — Α (στην πάλη) πιάνω τον αντίπαλό μου από τον τράχηλο και τον σφίγγω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τραχηλίζω «πιάνω τον αντίπαλό μου από τον τράχηλο»] … Dictionary of Greek
προστραχηλίζοντος — προστραχηλίζω wrench the neck in wrestling pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)